εισεαι
Смотреть что такое "εισεαι" в других словарях:
εἴσεαι — εἶμι ibo fut ind mid 2nd sg (epic ionic) οἶδα see fut ind mid 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και … Dictionary of Greek